- Χετταίοι ή Χιττίτες
- Αρχαίος λαός που μιλούσε μια γλώσσα με ινδοευρωπαϊκή δομή και δημιούργησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μικρά Ασία έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής.
Εθνικά συγγενείς με τους Ουρίτες οι X. εμφανίστηκαν ξαφνικά στην ιστορία κατά τις αρχές της 2ης χιλιετίας, όταν –προερχόμενοι πιθανότατα από την Ανατολή– εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία, ίσως έπειτα από μακρά διαδικασία διείσδυσης και επιβολής στους ντόπιους πληθυσμούς, ή έπειτα από βίαιη κατάκτηση της περιοχής. Όπως και αν είναι, οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Μικράς Ασίας (Χάττοι) που είχαν φτάσει σε ανώτερο βαθμό πολιτισμού, εξαφανίστηκαν ή απορροφήθηκαν από τους νέους κατακτητές.
Γύρω στα 1800 π.Χ. φαίνεται πως άρχισε η πρώτη από τις δύο μεγάλες περιόδους, στις οποίες χωρίζεται η ιστορία των X.: η Παλαιά Αυτοκρατορία (στην οποία δημιουργήθηκε και σταθεροποιήθηκε το κράτος της Μικράς Ασίας) και η Νέα Αυτοκρατορία (που γνώρισε την αποκορύφωση της δύναμης των X. και τη μεγαλύτερη επέκταση του πολιτισμού τους).
Κατά τις παραδόσεις των X., ο Ανίτα, γιος του Πιτκάνα, ηγεμόνα του Κουσάρ, δημιούργησε γύρω στο 1800 ένα ισχυρό ενιαίο κράτος στην κεντρική Μικρά Ασία, αφού κατέλαβε πολλές μικρές αυτόνομες πόλεις, όπως η Χατούσα, που έγινε κατόπιν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Περίπου 2 αι. αργότερα, με τον Λαμπάρνα, που θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής της Παλαιάς Αυτοκρατορίας, η ενοποίηση συνεχίστηκε. Επί της βασιλείας του συγκροτήθηκε ένα ισχυρό κράτος με ομοσπονδιακή οργάνωση και κεντρική κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο βασιλιάς που –για πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαίας Ανατολής– δεν είχε θεία χαρακτηριστικά ή προνόμια, αλλά περιοριζόταν κατά κάποιο τρόπο στην άσκηση της εξουσίας του από ένα συμβούλιο ευγενών, που αρχικά είχε και το προνόμιο να ορίζει τον διάδοχο και, τουλάχιστον θεωρητικά, να τον καθαιρεί. Με τον διάδοχο του Λαμπράνα, Χατούσιλι A’, συμπληρώθηκε το έργο της συγκρότησης του κράτους και άρχισε η επεκτατική πολιτική, που έκανε το χιττιτικό κράτος να είναι, μαζί με το αιγυπτιακό, η μεγαλύτερη οργανωμένη πολιτική δύναμη στη Μέση Ανατολή κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.
Με τον Μουρσίλι A’ τερματίστηκε η Παλαιά Αυτοκρατορία. Ο τελευταίος σημαντικός βασιλιάς ήταν ο Τελίπινος, ο οποίος κατόρθωσε να επιβάλει νόμο που καθιέρωνε την κληρονομική διαδοχή του θρόνου, ελαττώνοντας έτσι τη δύναμη και την εξουσία της συνέλευσης των ευγενών. Αυτό δεν εμπόδισε την επιτάχυνση της παρακμής της αυτοκρατορίας, την οποία όμως ακολούθησε, σε σύντομο σχετικά διάστημα, η Νέα Αυτοκρατορία, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον Σουπιλουλιούμα A’ (περίπου 1380-46 π.Χ.), τον μεγαλύτερο ίσως βασιλιά της χεττιτικής ιστορίας. Η ευτυχής σύμπτωση της βασιλείας του σε μια περίοδο κρίσης στην αιγυπτιακή ιστορία, την οποία προκάλεσε η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Αχενατών (Εχνατών), επέτρεψε στον Σουπιλουλιούμα να ασκήσει θαρραλέα επεκτατική πολιτική προς τη βόρεια Μεσοποταμία και τη Συρία, χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση από τους Αιγυπτίους. Η πολιτική αυτή άρχισε να γίνεται αισθητή στην Αίγυπτο την εποχή του επόμενου βασιλιά Μουρσίλι B’. Αλλά η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων έγινε μόνο την εποχή του διαδόχου του Μουρσίλι B΄ Μουβατάλ ή Μουβατάλις, αν και η μάχη στο Καντές (1296 π.Χ.) είχε αμφίβολη έκβαση. Λίγο αργότερα όμως ο Χατούσιλις B’ σύναψε με την Αίγυπτο αιώνια ειρήνη, που επισφραγίστηκε με τον γάμο της κόρης του με τον φαραώ Ραμσή B’.
Ο Χατούσιλις Γ’ πέθανε γύρω στο 1250 π.Χ. Μερικές δεκαετίες αργότερα συνέβη η απροσδόκητη και ξαφνική κατάρρευση της χιττιτικής αυτοκρατορίας με την εισβολή των λεγόμενων λαών της θάλασσας, ινδοευρωπαϊκών λαών, που κατά τα μέσα του 12ου αι. π.Χ. αποβιβάστηκαν αφού πέρασαν από τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο, στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, όπου τελικά εκμηδενίστηκαν από τους Αιγυπτίους. Η συντριβή της αυτοκρατορίας των X. ήταν πλήρης. Επέζησαν μόνο, για περίπου 5 αι., μερικά κρατίδια στη Συρία και στη βόρεια Μεσοποταμία –ονομαζόμενα νεοχιττιτικά– αλλά και αυτά απορροφήθηκαν από τους Ασσύριους και κάθε ίχνος του χιττιτικού πολιτισμού εξαφανίστηκε από τη Μέση Ανατολή, ώσπου ανασκάφηκαν και ήρθαν στο φως από νεότερους αρχαιολόγους.
Μαρτυρίες του πολιτισμού των X. βρέθηκαν σε πολλά σημεία της Μικράς Ασίας και της βόρειας Συρίας: ερείπια πόλεων, που κατά κανόνα ήταν χτισμένες πάνω σε υψώματα και προστατεύονταν από ισχυρά τείχη, ανακτόρων και ιερών, διακοσμημένων με αγάλματα και ανάγλυφα, είναι από τα σημαντικότερα. Η χιττιτική τέχνη εμφανίζεται να έχει στενή σχέση με την τέχνη των Ακάδων και των Σουμερίων, χωρίς να λείπουν οι επιδράσεις της Ουρ και της Αιγύπτου, ενώ φαίνεται πως και αυτή άσκησε κάποια επίδραση στην κατοπινή αιγαιακή τέχνη. Εξαιρετική σημασία όμως έχουν τα λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως με επικό - μυθολογικό χαρακτήρα· μερικά από τα σημαντικότερα αφηγούνται τις περιπέτειες και τις συγκρούσεις μεταξύ των θεών, οι οποίοι στα βασικά χαρακτηριστικά τους δεν διαφέρουν από τους άλλους θεούς της Μέσης Ανατολής.
Θρησκεία. Η θρησκεία των X. αντανακλά τον σύνθετο χαρακτήρα του πολιτισμού τους. Πλάι στις θεότητες που προέρχονται από την Ουρ, υπάρχουν άλλες των οποίων το όνομα αποδεικνύει μεσοποταμιακή καταγωγή (οι θεοί Aνού, Ενλίλ και Έα), άλλες καθαρά ινδοευρωπαϊκές, άλλες τέλος που αφομοιώθηκαν από την επαφή με το αρχαϊκό εθνικό υπόστρωμα. Το κύριο θεϊκό ζευγάρι αποτελείται από τον θεό της καταιγίδας –αντίστοιχο με τον θεό Τεσούπ της Ουρ και τον συρομεσοποταμιακό Άνταντ– και από τη θεά του Ήλιου Αρίνα σημαντική ήταν η λατρεία του θεού της βλάστησης Τελιπίνου. Πολύ είχε αναπτυχθεί μεταξύ των X. και η τέχνη της μαντείας.
Γλώσσα. Η γλώσσα των Ινδοευρωπαίων εισβολέων επικράτησε περίπου έως τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. Όλα σχεδόν τα κείμενα που σώζονται προέρχονται από τα αυτοκρατορικά αρχεία που βρέθηκαν στο Μπογκάζκιοϊ.
Η αποκρυπτογράφηση των χετταιϊκών κειμένων, που είναι γραμμένα με συλλαβικό σφηνοειδές αλφάβητο, ακατάλληλο για τη γραφή μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, οφείλεται στον Τσέχο γλωσσολόγο Μπέντριχ Χρόζνι, που αποκάλυψε επίσης ότι η γλώσσα των X. ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία και ιδιαίτερα στις γλώσσες centum.
Χιττιτική τέχνη: γλυπτό, που εικονίζει κεφάλι λιονταριού. (Μουσείο Αρχαίας Ανατολής, Κωνσταντινούπολη).
Χιττιτική ιερογλυφική γραφή ασσυριακού τύπου του β’ μισού του 8ου αι. π.Χ. Προέρχεται από το Kaργκαμπίς. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Άγκυρα).
Οι Χετταίοι παρουσιάστηκαν ξαφνικά στην ιστορία κατά τη δεύτερη προχριστιανική χιλιετία, όταν, προερχόμενοι πιθανότατα από την Ανατολή, εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και δημιούργησαν έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της εποχής.
Ερείπια της πρωτεύουσας Χατούσας.
Dictionary of Greek. 2013.